- ἀδελφοποιός
- ἀδελφοποιόςadopting as a brothermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδελφοποιός — ἀδελφοποιός, όν (Α) αυτός που υιοθετεί κάποιον ως αδελφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφὸς + ποιῶ] … Dictionary of Greek
ἀδελφοποιόν — ἀδελφοποιός adopting as a brother masc/fem acc sg ἀδελφοποιός adopting as a brother neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
αδελφοποιώ — ἀδελφοποιῶ ( έω) (Α) υιοθετώ κάποιον ή κάποια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφοποιὸς < ἀδελφὸς + ποιῶ] … Dictionary of Greek
τσακίρης — Επώνυμο Κρητικών αγωνιστών. 1. Οπλαρχηγός από τη Μεσαρά, το όνομα του οποίου είναι άγνωστο. Διακρίθηκε σε πολλές μάχες της Κρήτης υπό τις διαταγές του Μιχαήλ Κουρμούλη σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα (1821 30). Ήταν αδελφοποιός του οπλαρχηγού Μιχαήλ … Dictionary of Greek